παγκράτιο

παγκράτιο
I
Είδος αγωνίσματος των αρχαίων Ελλήνων, που συνδύαζε την πάλη και την πυγμαχία. Ήταν ένα άγριο, επικίνδυνο αγώνισμα, όπου επιτρεπόταν σχεδόν κάθε μέθοδος για να νικήσει κάποιος τον αντίπαλο. Ο Παυσανίας αναφέρει και τον ίδιο τον θάνατο. Οι παγκρατιστές δεν φορούσαν στα χέρια τους βαρείς ιμάντες της πυγμαχίας, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν καλύτερα τα δάκτυλά τους. Στον αγώνα, καθένας από τους αγωνιστές προσπαθούσε να στραμπουλήξει τα χέρια του αντιπάλου ή να τον πνίξει, ή τον χτυπούσε με τη γροθιά του ή έπεφτε ολόκληρος επάνω του. Mόνο τα δόντια και τα νύχια δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιούν. Όσο οι αντίπαλοι αγωνίζονταν όρθιοι, το αγώνισμα λεγόταν άνω ή ορθοστάδην π., αν όμως ένας από αυτούς έπεφτε, ο αγώνας ονομαζόταν κάτω π. ή ανακλινοπάλη, και ο αγώνας συνεχιζόταν έως ότου ο ένας από τους δύο αναγνωρίσει πως ηττήθηκε, οπότε άπλωνε το χέρι του ως σημείο ήττας. Πολλές φορές όμως, επειδή από την εξάντληση δεν πρόφταινε να απλώσει το χέρι του, ή επειδή από φιλότιμο δεν το έκανε, ο ηττημένος έβρισκε τον θάνατο από τα χτυπήματα του αντιπάλου του. Το π. εισήχθη στους Ολυμπιακούς στα Νέμεα και στα Ίσθμια.
II
(pancratium). Φυτό της οικογένειας των αμαρυλλιδών, γνωστό και με την ονομασία αγριόσκυλο. Είναι πολυετής πόα, 20-60 εκ. λεία, με βολβό ωοειδή ή σφαιροειδή. Έχει φύλλα γραμμοειδή και αστραφτερά, μόνιμα και άνθη άσπρα με ωραίο άρωμα. Φυτρώνει στις παραθαλάσσιες περιοχές σε ολόκληρη την Ελλάδα.
* * *
το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων βολβόρριζων φυτών τής οικογένειας αμαρυλλίδες με δεκαπέντε είδη που απαντούν από τις μεσογειακές περιοχές ώς την Ινδία και από τα οποία στην Ελλάδα φυτρώνει μόνο το είδος παγκράτιο το παράλιο, σύνηθες στις αμμώδεις παραλίες όλης τής χώρας, κν. γνωστό ως κρίνο τής θάλασσας, θαλασσόκρινος ή αλμύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. pancratium (< παγκράτιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παγκράτιο(ν) — το (Α παγκράτιον) [παγκρατής] αρχαίο μικτό ελληνικό αγώνισμα το οποίο περιλάμβανε την πάλη και την πυγμαχία αρχ. 1. (με τα ρ. νικῶ, μάχομαι, ἀσκῶ) νικώ στο παγκράτιο, αγωνίζομαι στο παγκράτιο 2. το φυτό θαψία 3. είδος αρωματικού φυτού, η στοιχάς* …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • παγκρατιάζω — (Α) [παγκράτιον] 1. αγωνίζομαι στο παγκράτιο 2. μτφ. κινώ βίαια τους βραχίονές μου σαν να γυμνάζομαι στο παγκράτιο, δηλαδή χειρονομώ βίαια, κάνω απότομες χειρονομίες …   Dictionary of Greek

  • παγκρατιαστικός — παγκρατιαστικός, ή, όν (Α) [παγκρατιαστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο παγκράτιο («παγκρατιαστική τέχνη», Πλάτ.) 2. ο έμπειρος στο παγκράτιο, ο ικανός παγκρατιαστής. επίρρ... παγκρατιαστικῶς (Α) με την παγκρατιαστική τέχνη …   Dictionary of Greek

  • Διαγορίδες — Οικογένεια απογόνων του Ρόδιου ολυμπιονίκη Διαγόρα. Όλοι οι γιοι του Διαγόρα ήταν περίφημοι αθλητές ολυμπιονίκες: ο Δημάγητος, νικητής στο παγκράτιο το 452 και το 448· ο Ακουσίλαος, νικητής στην πυγμαχία το 448· ο Διωριεύς, νικητής στο παγκράτιο… …   Dictionary of Greek

  • Κλειτόμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Καρχηδόνιος φιλόσοφος (Καρχηδόνα 187 – Αθήνα 109 π.Χ.). Ταξίδεψε στην Αθήνα σε ηλικία 40 ετών και έγινε μαθητής του Καρνεάδη, τον οποίο διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Ακαδημίας το 127 π.Χ. Αναφέρεται το… …   Dictionary of Greek

  • Pankration — Infobox martial art logo = logocaption = logosize = imagecaption = The Wrestlers , a reproduction of a 3rd century bronze statue, from the Uffizi, Florence, Italy. imagesize = name = Pankration aka = focus = Mixed hardness = Full Contact country …   Wikipedia

  • Λύκαια — Γιορτή στην Αρκαδία κατά την αρχαιότητα. Την τελούσαν οι Αρκάδες στο όρος Λύκαιο, για να τιμήσουν αρχικά τον Αρκάδα θεό Πάνα και αργότερα τον Λύκαιο Δία. Ιδρυτής της θεωρείτο ο βασιλιάς Λυκάων. Αρχικά, στη γιορτή αυτή ένας άντρας υποτίθεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • εριοφόρος — ο (AM ἐριοφόρος, ον) αυτός που φέρει ή παράγει έριο ή ουσία όμοια με έριο νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εριοφόρο γένος φυτών τής οικογένειας τών κυπειρωδών 2. φάρμακο το οποίο δίνεται για την καταπολέμηση σκουληκιών που αναπτύσσονται στα έντερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”